- ζωόμορφος
- -η, -οαυτός που έχει μορφή ζώου: Ζωόμορφη θεά. – Οι Σειληνοί ήταν ζωόμορφοι δαίμονες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζωόμορφος — η, ο (Α ζῳόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή ζώου, ζωοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ά μορφος, δύσ μορφος] … Dictionary of Greek
ζωόμορφον — ζωόμορφος in the shape of an animal masc/fem acc sg ζωόμορφος in the shape of an animal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳόμορφον — ζῳόμορφος masc/fem acc sg ζῳόμορφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳόμορφα — ζῳόμορφος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωοειδής — ές (Μ ζῳοειδής, ές) ο όμοιος με ζώο στη μορφή ή στον νου, ζωόμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ό) (ΙΙ)* + ειδης* (< είδος)] … Dictionary of Greek
ζωομορφία — η [ζωόμορφος] 1. ομοιότητα στη μορφή με τα ζώα 2. (κυρ. για πάθη ή καταστάσεις) απεικόνιση με μορφή ζώου («οι ζωομορφίες τών πειρασμών τού Αντωνίου», Παπαντ.) 3. πραγματεία περί τής μορφής, δηλ. τού εξωτερικού σχηματισμού τών ζώων … Dictionary of Greek
κτηνόμορφος — η, ο (Μ κτηνόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή κτήνους, κτηνώδης στη μορφή, ζωόμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + μορφος (< μορφή)] … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek